- διμηνίτικος
- -η, -οο ηλικίας δύο μηνών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διμηνίτικος — η, ο αυτός που έχει ηλικία δύο μηνών: Το Πάσχα σφάζουν διμηνίτικα αρνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διμηνίτης — ο θηλ. διμηνίτισσα ο διμηνίτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)